Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
κηρόθεν — (Α) επίρρ. κηρόθι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κήρ (II) «καρδιά» + επιρρμ. κατάλ. θεν*, δηλωτική τής από τόπου κινήσεως] … Dictionary of Greek
κηρόθεν — from the heart indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)